- ασπριστής
- ο [ασπρίζω]αυτός που ασπρίζει, που ασβεστώνει τοίχο, σπίτι κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασπριστής — ασπριστής, ο και ασπριτζής, ο πληθ. ήδες, ο σοβατζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)